< ἐντολή
ἐντολικάριος >
ἐντολίδιον
,
-ου, τό
encargo
,
encarguito
περὶ τοῦ ἐντολιδίου τ[ῆς] ἀδ[ε]λφῆς σου
POxy
.1767.17 (III d.C.).