ἐντευξίδιον, -ου, τό
dim. de ἔντευξις pequeño documento de petición o peticioncita
τὰ συνεσφραγισμένα ἐντευξίδια δύοBGU 2007.7 (II a.C.), cf. Arr.Epict.1.10.10.
τὰ συνεσφραγισμένα ἐντευξίδια δύοBGU 2007.7 (II a.C.), cf. Arr.Epict.1.10.10.