ἐντεροκήλη, -ης, ἡ
medic. enterocele, hernia intestinal
στέλλει δὲ καὶ ἐντεροκήλας καταπλασθένταDsc.1.74.2, cf. Gal.11.889,
τοὺς πό]νους τῶν ἐντερο[κηλῶνmedic. en PMich.758.F.re.5
•concr. hernia escrotal, osqueocele
περὶ δὲ ὄσχεον ἐ.Gal.14.780, cf. Cels.7.18, Orib.50.42.5, Hippiatr.50.1.