< ἐντείρομαι
ἐντειχίζω >
ἐντειχίδιος
,
-ον
situado dentro de las murallas
como pred.
ἐντειχίδιοι ἐκάθηντο
Luc.
Par
.42,
καὶ πᾶν ὅσον ἐντειχίδιόν ἐστι κεκίνηται
Onas.42.12.