< ἐνταλτήριον
ἐνταμιεύω >
ἐνταλτικῶς
adv.
autoritariamente
οἱ λόγοι ἐ. καὶ προστατικῶς λεχθέντες
Iust.Phil.
Qu.et Resp
.M.6.1333B.