ἐνταλαιπωρέω
1 afanarse en o con
περὶ τὰ βλεπόμεναOlymp.M.93.497C,
ταῖς ἐπινοίαιςDiodor.T.Fat.217b.30,
ταῖς ζητήσεσινOlymp.in Alc.64.
2 penar, sufrir Ant.Diog.110a.30,
ὁ νοῦς ... ἐνταλαιπωρεῖ τῷ ἀλλοφύλῳ βίῳ συνδιαιτώμενοςGr.Nyss.Mort.43.2, cf. Ast.Am.Hom.13.9.1
•tb. en v. med.
ταῖς ἁλύσεσινChrys.Ep.10.13.68.