< *ἔνσω
ἐνσωματίζομαι >
ἐνσῴζομαι
conservarse
,
preservarse en
τῇ ψ[υχῇ ἐ]νσεσωσμένη ... αἴσθησ[ι]ς
Epicur.
Fr
.[26.39] 21.