< ἔνσιμος
Ἐνσιτάρχιος >
ἐνσῐνής
,
-ές
• Morfología:
[plu. ac. no contr. ἐνσινέας Man.2.445]
enfermo
,
inválido
,
BGU
560.1.22 (II d.C.),
ἐνσινέας τιθῆναι βροτούς
Man.4.113, cf. 2.445.