ἐνσύνθηκος, -ον
1 vinculado mediante un tratado
(ὁ Μαρωνειτῶν δῆμος) ὑπὸ [τῆς συγκλή]του διὰ τῶν δογμάτων καὶ ἐ. καὶ ἔνσπονδος ἐκρίθηIThrac.Aeg.180A.13 (Maronea I d.C.).
2 sancionado mediante un tratado
φιλίαApp.Mith.14.
(ὁ Μαρωνειτῶν δῆμος) ὑπὸ [τῆς συγκλή]του διὰ τῶν δογμάτων καὶ ἐ. καὶ ἔνσπονδος ἐκρίθηIThrac.Aeg.180A.13 (Maronea I d.C.).
φιλίαApp.Mith.14.