< ἐνσχηματίζω
ἐνσχισμός >
ἐνσχίζω
partir
,
rasgar
τοῖς ὄνυξι τὴν λεοντήν
Tz.
H
.7.59, cf.
Gloss
.2.300, en v. pas., Aristarch. en Orio 96.28.