< ἐνσχέδιος
ἐνσχηματίζω >
ἐνσχερώ
adv.
en fila
βασιλεῦσιν ... ἐ. ἑστηῶσι
Antim.21.5,
ἐ. ἑζόμενοι
A.R.1.912.
• Etimología:
De σχερός ‘serie’, ‘fila’, de *
segh
, raíz de ἔχω.