< ἐνσυνάπτομαι
ἐνσυλλάμβανομαι >
ἐνσυνέχομαι
concentrar
,
acumular
,
amontonar en
ὅσα ... τοῖς ἀνυποστάτοις νοήμασιν ἐνσυνέχεται
Gr.Nyss.
Apoll
.233.11.