ἐνστᾰλάζω


dejar caer gota a gota, instilar en c. giro prep. τὸ αἷμα εἰς κύλικα Luc.Tox.37, τι τῶν δηλητηρίων φαρμάκων ἐνεστάλαξαν οἴνῳ Cyr.Al.M.71.677B, en v. pas. εἴς τε ἐμβρώματα ὀδόντος ἐνσταλαγεῖσα (ἡ κεδρία) Dsc.1.77.2 (var., v. ἐνστάζω 1), ἀμβροσία ... ἐνσταλαζομένη τῇ τοῦ Ἀχιλλέως καρδίᾳ Eust.252.41
fig., cóm. σταλαγμὸν εἰρήνης ἕνα εἰς τὸν καλαμίσκον ἐνστάλαξον τουτονί Ar.Ach.1034.