ἐνστύφω
1 intr. ser agrio
ἐνστῦφον πόμα κεῖνο (ἀψινθίου)Nic.Al.299, cf. 321.
2 tr. mezclar, teñir en v. pas.
σμύρνης ἐνεστυμμένον glos. a ἐσμυρνισμένονHsch.ε 6275, cf. Gloss.2.82.
ἐνστῦφον πόμα κεῖνο (ἀψινθίου)Nic.Al.299, cf. 321.
σμύρνης ἐνεστυμμένον glos. a ἐσμυρνισμένονHsch.ε 6275, cf. Gloss.2.82.