ἐνστόμιος, -ον


bucal, de la boca, que está en la boca ἕλκη Dsc.1.4.2, cf. Antyll. en Orib.45.16.4, χυλός Ph.1.373, cf. Clem.Al.Paed.1.6.40, θερμασία Chirurg.Fr.Pap.3.2.5, μέρος Hsch.s.u. ὑπογλωττίς.