ἐνστίζω


1 bordar en en v. pas. ἐν μέσῳ αὐτῶν ἅρμα ἐλαύνων ὁ Νέρων ἐνέστικτο D.C.63.6.2, πρὸς τῶν ἐνεστιγμένων τῇ ... ταινίᾳ Hld.8.11.9.

2 tatuar en en v. pas. οὐκ ἥλιον ἔχοντες ἐνεστιγμένον τῷ σώματι Chrys.M.60.464.

3 imprimir en, grabar en φάλαρα, οἷς ἐνστίζουσι καὶ τοῦ ἀργυρίου τὴν καθαρότητα Gr.Nyss.Hom.in Cant.83.15.