ἐνστάζω
• Alolema(s): poét. ἐνιστ- Poet.de herb.78


1 tr., de líquidos verter, instilar líquidos o sustancias disueltas en los mismos σμικρὸν ἀπ' αὐτέου ἐνστάξασα Hp.Mul.1.91, ἢν δὲ καὶ ... ἐνστάξῃ τις ὑγρόν Aret.SA 1.6.4, cf. Orib.Syn.8.5.1, gener. c. dat. o constr. prep. ταὶ δ' ... νέκταρ ἐν χείλεσσι ... στάξοισι ellas instilarán en sus labios néctar Pi.P.9.63 (tm.), Ἀθηνᾶ τῷ Ἀχιλλεῖ νέκταρός τι ... ἐνέσταξε Pherecyd.Syr.13a, τοῦτο οἶμαι αὐτὰς (τὰς μελίττας) ἐνστάξαι Πινδάρῳ Philostr.Im.2.12, ἐ. μελίκρητον ... ἐς τὸ στόμα Hp.Morb.2.21, cf. 19, Mul.2.203, ὅταν αὖον δέμας ἐν παλάμαισιν τρίψας ... ἐνιστάξῃς Poet.de herb.l.c., en v. pas. λίθος μετὰ γάλακτος γυναικείου ... ἐπὶ παιδίου ἐνσταζόμενος Dsc.Eup.1.35.2, εἴς τε ἐμβρώματα ὀδόντος ἐνσταγεῖσα (ἡ κεδρία) Dsc.1.77.2 (pero v. ἐνσταλάζω)
fig. cóm. τοῦτ' ἐρίῳ σοι ἐνστάζουσιν ref. al salario, Ar.V.702.

2 fig., c. ac. de abstr. imbuir, infundir, inspirar en c. ac. y dat. (ξενίαν) τὰν εἰκ ... Κλειὼ ... ἐμαῖς ἐνέσταξ[εν φρασίν si Clío la inspiró en mi mente (la ofrenda de amistad) B.13.229, πόθον ... ταῖς ... ψυχαῖς ἐνέσταξαν Hdn.1.4.5, cf. Hld.10.3.3, sólo c. ac. ἁπαλὰς τροφάς Ph.2.470, en v. pas. εἰ δή τοι σοῦ πατρὸς ἐνέστακται μένος si de tu padre la fuerza te ha sido infundida, Od.2.271, ἀλλά οἱ δεινός τις ἐνέστακτο ἵμερος sino que le entró un deseo violento Hdt.9.3, ὁ τοῦ παιδὸς ἔρως ἐνεσταγμένος Plu.Ages.11, cf. 2.482b, Ἀριστομένει τὸ μῖσος ... ἐνεστάχθαι Paus.4.32.4, ἀνθρώπῳ ἔννοιαν ... ἐνεστάχθαι Clem.Al.Strom.7.2.8.