< ἐνστροβιλίζω
ἐνστροφάομαι >
ἐνστρογγυλόομαι
redondearse
, perf.
ser redondeado
τό τε πρόσωπον ἐνεστρογγύλωται
del babuino de Etiopía
, Philost.
HE
3.11 (p.41).