< ἐνστόρνυμι
ἐνστρατοπεδεύω >
ἐνστρατεύομαι
servir en el ejército
οὐδὲ χρήματα εἰσῆγον ἐφ' ᾧ ἐνστρατεύεσθαι
Agath.5.15.3.