ἐνσπείρω
• Alolema(s): poét. ἐνισπ- A.R.3.1185
I sembrar en c. ac. y dat.
ἐνισπείρας (ὀδόντας) πεδίοισινA.R.l.c.
II fig.
1 implantar, diseminar, extender en o por c. ac. y dat.
τὴν Αἰολίδα τοῖς βαρβάροις ἐνσπειράντων φωνήνLyd.Mag.1.5,
πᾶσιν ἐνέσπειρεν δεσμὸν πυριβριθῆ ἔρωτοςOrac.Chald.39.2,
ἐνσπείρει γάρ τι τῶν ἀπᾳδόντων θεῷCyr.Al.Luc.1.89.18, en v. pas.
ἡμῖν οὐδέν τι παραπλησία ψυχὴ τοῖς ἄλλοις ἐνέσπαρται ζῴοιςIul.Or.9.194c,
οὐ δεῖ νομίζειν ταύτην (τὴν μαντικήν) ἐνσπείρεσθαι ἀπὸ φύσεωςIambl.Myst.3.27
•tb. en v. med.
τὸ ἐνσπείρεσθαι ψυχὰς σώμασινOrigenes Io.13.50.327
•en perf. pas. estar diseminado, esparcido c. giro prep.
(πολλά) ἐν τοῖς βιβλίοις ἐνέσπαρταιAristid.Or.50.25,
ἐν ... τοῖς τρισὶ στοιχείοις τὸ πῦρ ... ἐνέσπαρταιClem.Al.Ex.Thdot.48.
2 impregnar, infundir c. dos ac.
σὺ εἶ ὁ ἐκ παίδων με ἐνσπείρας ζωήνref. Cristo A.Thom.A 144, c. ac. y rég. prep.
ἀγαθὰς ... πράξεις ... διὰ τοῦ ἐνσπείροντος ἐν αὐτῇ ΧριστοῦAmmon.Io.96.5
•inocular
τὸν ἰὸν ἐνέσπειρε τὸν ἑαυτῆςEva a Adán, Chrys.Iob 2.9.23.