< ἐνσκέλλω
ἐνσκευάζω >
ἐνσκέπαρνος
,
-ον
medic.
oblicuo
,
dolabriforme
de un vendaje
ὑπὸ τὸ ἕλκος ἐ. γίνεται καταβολή
Heliod. en Orib.48.64.2.