< ἔνσκηψις
ἐνσκιάζω >
ἐνσκιαγραφέω
dibujar
,
grabar en
en v. pas.
τῆς ἐνσκιαγραφουμένης τοῖς ὅπλοις εἰκόνος
Gr.Nyss.
Perf
.209.7.