< ἔνσκαμβος
ἐνσκέλλω >
ἐνσκεδάννυμαι
esparcirse en
c. dat.
ὁ δὲ κατὰ τὴν ὕλην ὄγκος ... διὰ τῶν λεπτῶν ... μορίων ἐνσκεδασθεὶς τῷ ἀέρι
Gr.Nyss.
Hex
.M.44.97C.