< ἔνσειμι
ἐνσείω >
ἐνσεισμός
,
-οῦ, ὁ
sacudida
πρόσκρουσμα ἐνσεισμοῦ αὐτοῦ δώσει ἐν τοῖς τείχεσί σου
Thd.
Ez
.26.9.