< ἐνσαφῶς
ἔνσειμι >
ἐνσβέννυμι
apagar en
c. dat., en v. pas.
σίδηρος δὲ πεπυρωμένος ἐνσβεσθεὶς ὕδατι ἢ οἴνῳ
Dsc.5.80.2.