ἐνοχλέω
• Alolema(s): ἐννόχλημι Theoc.29.36
• Morfología: [tiempos secundarios o de perf. c. alarg. o red. tb. en la prep. ἠνώχλ- Isoc.5.53, D.19.206, 21.4, Gal.10.858]
I c. suj. de animados
1 molestar, importunar, fastidiar c. dat. o ac. de pers.
τοῖς ἀκούουσινIsoc.4.7, cf. Lys.24.21, D.ll.cc.,
ὡς πένης ἄνθρωπος ἐνοχλῶν πολλάκις τοῖς εὐποροῦσινAmphis 15.5,
οὐκέτι ὑμῖν ἐνοχλήσει ... ΚνήμωνMen.Dysc.693,
ὡς δ' ἐνώχλουν αὐτῷ τινὲς περὶ τῶν νόμωνHeraclid.Lemb.Pol.3,
εἶδον τοὺς Τοκαείτας ἐνοχλοῦντας τῷ φροντιστῇSB 12579.5, cf. 17 (II d.C.),
μὴ 'νοχλεῖν τὸν συμπότηνDiod.Com.2.18, cf. Pl.Alc.1.104d,
νυκτὸς ὁδοιπορέοντας ἐνοχλέεινBio Fr.11.7,
ὁ γεωργός σου ... ἐνόχλησέν με περὶ ἄρακοςPBrooklyn 18.26, cf. PRyl.555.8 (ambos III a.C.), c. part. concert. al suj.
τὸ δὲ μὴ οὐκ ἠνώχλει λέγωνy lo que no (era digno de mención) no importunaba diciéndolo X.Cyr.5.3.56,
ᾤμην ἐνοχλήσειν καὶ ταῦτα διηγούμενοςLuc.Gall.9, en v. pas.
τοὺς μὲν θεατὰς καὶ τοὺς χορηγοὺς ... ἐνοχλεῖσθαιAeschin.3.43,
ὑ[π'] ἀντεραστῶν μειρακίων ἐνοχλήσεταιMen.Sam.26,
ὡς (τοὺς δημότας) οὐκέτι ταῖς ... δημηγορίαις ἐνοχληθησόμενουςD.H.10.3,
ἕξομεν ἀλλήλους μετὰ θάνατον, ὑπ' οὐδενὸς ἐνοχλούμενοιX.Eph.2.1.6
•presionar, apremiar o requerir insistentemente para obtener algo
μαθὼν δὲ τὸν κύριον τῆς ἡμέρα<ς>, ἐκεῖνον ἐνόχλει λέγων ...PMag.13.120, en v. pas.
ἐνοχληθέντες παρὰ τῶν ... ἐπισκόπωνCod.Iust.1.3.45.7
•abs. incordiar
ὁ πίθηκος οὗτος ὁ νῦν ἐνοχλῶνAr.Ra.708
•fig. de las virtudes personif.
τὰς δὲ ἀρετὰς τὰς νῦν ἀκαίρως ὑπὸ τούτων ἐνοχλουμέναςDiog.Oen.32.3.3.
2 esp. agobiar, acosar, causar molestias c. ac. o dat.:
a) milit., en cont. bélico o de ejércitos en retirada
ἡμῖν ὁ ΦίλιπποςD.3.5, cf. Isoc.5.53,
(ἔθνη) ἐνοχλοῦντα ἀεὶ τῇ ὑμετέρᾳ εὐδαιμονίᾳX.An.2.5.13,
τοὺς μὲν Ἀραβίους τε καὶ Ἀρμενίους μὴ ἐνοχλεῖν τὰς κώμαςPhilostr.VA 1.38,
στρατιῶται ἐνεπιδημοῦντες ταῖς τε ἐπιξενώσεσι καὶ ταῖς βαρήσεσιν ἐνοχλοῦσι τὴν κώμηνIGBulg.4.2236.149 (III d.C.),
οὐδεὶς ἡμεῖν ἐνόχλησεν οὔτε ξενίας <αἰτή>ματι οὔτε παροχῆς ἐπιτηδείωνIGBulg.4.2236.68 (III d.C.), cf. SEG 37.1186.7 (Pisidia III d.C.), en v. pas.
βοιηθῆσαι τοῖς κατὰ τὴν χώραν ἐνο[χ]λουμένοιςIEryth.28.4 (III a.C.),
συγκλητικὰς οἰκίας [μὴ] ξενίαις ἐνοχλεῖ[σθαιISmyrna 604.16 (III d.C.), cf. SEG 48.1514.5 (Frigia II d.C.);
b) econ., en cont. de impuestos y recaudaciones abusivas
ἐνόχ[λο]υν τοὺς ἐνεκτημένους παρὰ τὸ δίκαιονSEG 48.1404.7 (Claros III a.C.), en v. pas.
διασειόμενοι καὶ ἐνοχλούμενοιPOxy.1100.13 (III d.C.), cf. ISyène 252.3 (III d.C.),
πάνυ ἐνοχλοῦμαι ὑπὸ τῶν πεπιστευκότωνPOxy.4625.5 (III d.C.?);
c) ref. autoridades militares o civiles en cont. de medidas o prestaciones impopulares
γέγρα[φ]α τῷ Ἡρακλείδῃ μὴ ἐνο[χ]λεῖν ὑμᾶςSIG 552.14 (Fócide III a.C.), en v. pas.
κῶμαι ... ἐνοχλούμεναι ὑπὸ τῶν κατ' ἔτος λειτουργιῶνPOxy.705.71, cf. PLeit.7.6 (ambos III d.C.).
3 sent. fís. causar daño, deterioro o perjuicio c. dat. de inanimados
πηλῷ τετριχωμένῳ πάχος ἔχοντι, ὥστε τὸ πῦρ μὴ ἐνοχλεῖν(un tejado recubierto) con una capa de barro y paja de un grosor tal que el fuego no le afecte Ath.Mech.18.13,
μὴ ἐνοχλήσῃς τῷ τάφῳIUrb.Rom.291.9 (imper.),
ὁ ἐνοχλήσας τούτῳ τῷ βωμῷ ... καταβαλεῖ εἰς τὸν φίσκον (δηνάρια) μύριαIEphesos 1627b.1 (I d.C.), cf. TAM 3(1).700.10 (Termeso III d.C.).
II c. suj. no animado
1 sent. fís. causar dolor, tormento o malestar, atormentar la enfermedad o sus síntomas a pers. o anim.
τὰ ἐκ πολλοῦ χρόνου συνήθεα ... ἧσσον ἐνοχλεῖν εἴωθενHp.Aph.2.50,
ὅσοις ... ἀρθρῖτις ἐνοχλεῖGal.6.338, cf. 3.493,
τινὲς (πυρετοί) δ' ἅμα συμπτώμασιν ἐνοχλοῦσινGal.11.17,
οὐ χειμὼν λυπεῖ σ', οὐ καῦμα, οὐ νοῦσος ἐνοχλεῖIUrb.Rom.1146.10 (III d.C.), alimentos ingeridos en exceso
οὐδὲν γὰρ ἐνοχλεῖ πολὺ προσενεγκαμένωνThphr.HP 4.2.5
•en v. pas. estar enfermo, sufrir molestias, estar indispuesto o afectado
γυναικὶ ὑπὸ ὑστερικῶν ἐνοχλουμένῃHp.Aph.5.35,
τοὺς δ' ἐλέφαντας ... ἐνοχλεῖσθαι δ' ὑπὸ φυσῶνque los elefantes padecen enfermedades debidas a las flatulencias Arist.HA 604a12,
ὁ πατήρ σου ἐνοχλεῖταιLXX Ge.48.1,
ἵππος ἐνοχλούμενοςPPetr.2.25(a).12 (III a.C.),
οὐ δεδύν[ημαι πα]ραγενέσθαι διὰ τὸ ἐνωχλῆσθαιno he podido acudir por encontrarme indispuesto, PCair.Zen.816.7 (III a.C.),
ἐὰν ... ὑπὸ ἱερᾶς νόσου ἐνοχληθῇ ὁ αὐτὸς δοῦλοςPEuphr.6.24 (III d.C.), cf. Gal.10.858,
ὑπὸ τῆς ἰδίας εἱμαρμένης ἐνοχλήθηνen el epitafio de un gladiador SEG 46.901.5 (Marcianópolis II/III d.C.).
2 sent. aním. causar intranquilidad, turbación, inquietud o agobio
ἐάν τι ἐνοχλῇ ἡμᾶς, δεόμεθα τοῦ παύσοντοςX.Mem.3.8.2,
οὐθὲν γὰρ ἡμ[ῖ]ν [ἡ τοῦ ἡ]λίου περιφορὰ ... ἐνοχλή[σει ἂν ...Epicur.Fr.[26.42] 20,
λόγους ψευδεῖς ἐνοχλήσαντας ἡμῖνPlu.2.596b,
ὃ γὰρ παρὸν οὐκ ἐνοχλεῖ, προσδοκώμενον κενῶς λυπεῖEpicur.Ep.[4] 125, en v. pas.
ὑμᾶς ὁρῶντες ... ἐνοχλουμένους ὑπό τε τῆς στρατείας καὶ τῶν δαπανημάτωνWelles, RC 1.43 (IV a.C.),
ἡ οἰκία ... ἐπαύσατο ἐνοχλουμένη ὑπὸ τῶν φασμάτωνLuc.Philops.31,
ἐνωχλημέν[η ὑπὸ] Ἀρτέμιδοςatormentada por Ártemis, IG 10(2).2.233.3 (III d.C.)
•en v. med.-pas. sufrir turbación, sentirse agobiado
μένοντας οἴκοι καὶ οὐ στρατευομένους οὐδ' ἐνοχλουμένουςpermaneciendo en casa libres de expediciones y de agobios D.19.20,
συνέβη οὖν μοι ἐνοχληθῆναι ... [ὥστε ἀσχολί]αν με ἔχεινPHamb.17.2 (III a.C.),
ἐνοχλού[μενος πρὸ]ς τῷ σπόρῳ εἰμίPHamb.27.18 (III a.C.),
ἀποθνῄσκειν μέλλων οὐκ ἐνοχλήσεται τὸν ... βίον καταλείπωνAristipp.(?) en PKöln 205.31, cf. Polystr.Contempt.8.26,
οἱ ἐνοχλούμενοι ἀπὸ πνευμάτων ἀκαθάρτων ἐθεραπεύοντοEu.Luc.6.18,
ἐνοχλοῦμαι διὰ τοὺς γάμους τῆς δούλης σ[ουSB 13762re.23 (VI/VII d.C.).