ἐνουράνιος, -α, -ον


que está o reside en el cielo αἰετός, οἰωνῶν μοῦνος ἐ. AP 9.223 (Bianor), αἰθήρ Heraclit.All.58
celestial de los dioses o en rel. c. ellos ὁ ἀφ' Ἡλίου πόλεως μέγας θεὸς ἐ., Ἀπόλλων κρατερός Hermapio 1.23, cf. Poll.1.23, ἐ. δύναμις ἀγγέλων PMag.4.3051, ὁ τὴν ἐνουράνιον τῆς <αἰ>ωνίου φύσεως κεκληρωμένος ἀνά<γ>κην del dios-león egipcio IBrooklyn 24.9 (II/III d.C.), λόγος Iren.Lugd.Fr.29.