< ἐνουλίζω
ἔνουλον >
ἐνουλισμός
,
-οῦ, ὁ
rizo
,
bucle
(γυναῖκες) τῶν πλοκάμων τοὺς ἐνουλισμοὺς ἀσκοῦσαι
Clem.Al.
Paed
.3.2.5.