ἐνορμίζω
1 tr. en v. act. fondear, anclar un barco
τήν τε ναῦν ἐνορμίζει λιμενισκίῳSynes.Ep.5 (p.21), una nasa
(κύρτον) ἐνορμίζει ῥοθίοισι(el pescador) ancla su nasa en el oleaje Opp.H.3.409, fig.
τῷ θείῳ λιμένι τὴν ψυχὴν ἐνορμίζειGr.Nyss.Pss.60.19.
2 intr. en v. med. y med.-pas. fondear, echar el ancla
(ὁ Λοκρῖνος κόλπος) ἐνορμίσασθαι μὲν ἄχρηστοςStr.5.4.6, cf. D.H.1.56,
λιμὴν ἐνορμίσασθαι ναυσὶν ἐπιτήδειοςPaus.2.34.8,
ψαλίδες ... πρὸς καταγωγὴν τῶν ἐνορμιζομένωνI.BI 1.413,
τῷ Φάσιδι ὁ τοῦ Ἰάσονος στόλοςPhilostr.Iun.Im.7.2, fig.
ἐκ δὲ θυελλῶν ... ἐνωρμίσθην νυκτόςref. a un encuentro amoroso, Thgn.1274,
τοῖς τῆς ἀρετῆς εὐδίοις ... λιμέσινPh.1.688.