ἐνορκέω


1 adjurar, pedir vehementemente algo a la divinidad, c. dif. constr. ἐνορκῶ ... Μηνᾶς ... μηδένα ἕτερον ἐπεισενεχθῆναι ἢ μόνην Ἀρτεμεισίαν MAMA 8.234a.7, cf. Berytus 15.1964.46 (ambas Licaonia, imper.), a autoridades civiles o relig. δέομεθα καὶ ἐνορκοῦμεν πρὸς παίδων ... μὴ περιοφθῆναι παρὰ τῆς ὑμετέρας μεγαλοπρεπείας CEph.(431) Ep. (ACO 1.1.5, p.133.8), invocando a la vez a la divinidad προσκαλοῦμεν τὴν ὑμετέραν ἐξουσίαν καὶ ἐνορκο[ῦ]μεν κατὰ τοῦ δεσπότου Χριστοῦ ... ὥστε ... BGU 836.9 (VI d.C.), cf. CCP (536) Act.14 (p.42.29), οὕσπερ καὶ ἐνορκῶ κατὰ τῆς ἁγίας Τριάδος ... ἀεὶ παραφύλαξαι ἐρρωμένην ταύτην μου τὴν διαθήκην PMasp.151.198, cf. 235 (VI d.C.), CCP (536) Act.24 (p.61.20).

2 tomar juramento, conjurar, hacer jurar, someter a juramento c. ac. de pers. ἐνορκῶ σε Apol.Phil.7.4, ἐνορκῶ σε κατὰ τοῦ πατρός Sch.Luc.Cat.23.