ἐνομόργνυμαι
1 imprimir, estampar, dejar huella, grabar
μιλτίνην ἐνομόρξεται τῷ ἐπιπέδῳ γραμμήνPlu.2.1081b, fig. de abstr.
ἡ δόξα δεινὴ ... τὰ τῶν πολλῶν ἐνομόρξασθαι πάθη ... τοῖς πολιτευομένοιςPlu.Cic.32.
2 destilar, inyectar
στυφελοῖσι τόν (ἰόν) οἱ ἐνομόρξατ' ὀδοῦσι λυγρὸς ὕδροςsobre el pie de Filoctetes, Q.S.9.384, cf. Gr.Naz.M.37.988A, 1395A.