ἐνομήρης, -ες
• Morfología: [ac. sg. no contr. ἐνομήρεα Nic.Al.238]


1 juntado, unido c. dat. γληχὼ σπέρμασι μηλείοισι ... ἐνομήρεα Nic.l.c.; cf. ὁμηρέω.

2 subst. οἱ ἐνομήρεις rehenes Hsch.ε 2453; cf. ὁμήρης.