ἐνομματόω


dar ojos, proporcionar vista fig. φρόνησις ... ἐνομματοῦσα διάνοιαν Ph.2.377, cf. 1.369, αὐτὸν (νοῦν) ... ὀξυδερκέσι κόραις Ph.1.586, en v. pas. (ἀσκητικὴν ψυχήν) ἐνομματωθῆναι πρὸς τὴν ... κατανόησιν Ph.1.590.