ἐνομιλέω
I pres. y aor.
1 c. suj. y dat. de pers. tener trato, relacionarse
προσποιητῶς ὑμῖν ἐνωμίλησαD.C.43.15.5, cf. Cyr.Al.Luc.1.132.15, ref. a rel. sex.
ταῖς τῶν ἀνθρώπων ... ἐνομιλήσαντες θυγατράσινMeth.Res.1.37, de las Amazonas
ἀνδράσι μὲν δὴ ἐνομιλεῖν οὐ παρέχειν σφαςPhilostr.Her.75.19
•fig. c. suj. y dat. abstr. armonizar, congeniar, acomodarse
ἡδονὴ δὲ προτέραις ... ἐνομιλεῖ ταῖς αἰσθήσεσιPh.1.40, tb. c. suj. de pers.
πάσαις οὖν ταῖς εἰρημέναις δυνάμεσιν ὁ ἀσκητὴς ἐνομιλεῖPh.1.523,
τὰ λαμπρὰ ἐκεῖνα, οἷς ποτε ἐνωμίλησαPh.2.541, cf. Cyr.Al.M.76.1001B.
2 c. dat. de lugar residir
μὴ ... νενομίσθαι τοὺς ξένους ἐνομιλεῖν τῇ πόλειPhilostr.VA 2.23, cf. 6.20,
Ἔρως ... οὐρανῷ ... ἐνωμίλειHim.10.9.
3 prenderse, engancharse fig.
τοῖς Ἰησοῦ δικτύοιςBas.Sel.Or.M.85.337A.
II en perf.
1 estar habituado a o familiarizado con, estar hecho a
τοῖς δὲ ἀνθρωπείοις ... μάλιστ' ἐνωμιληκώςPh.1.363,
πολλὰ τοῖς Πάρθων ἤθεσιν ἐνωμιληκώςPlu.Ant.41,
Ἐπιμενίδην ... πράγμασιν ἐνωμιληκότα πολιτικοῖςPlu.2.784b,
τῇ ἀληθείᾳDidym.in Ps.cat.887.
2 en v. med., c. suj. abstr. serle familiar a uno
ἐκ παιδίων ἐνωμιλημένας ἔχομεν δόξαςPolystr.Contempt.32.24.