ἐνολισθαίνω
1 venirse abajo, caer al suelo una bandada de pájaros, Plu.Pomp.25
•gener. c. dat. concr. derrumbarse, caerse ref. a borrachos
κεφαλὴ ... μένειν δὲ ὀρθὴ ἐπὶ τῶν ὤμων μὴ δυναμένη ... τοῖς σπονδύλοις ἐνολισθαίνουσαBasil.M.31.453A,
τυφλὸς ... τοίχοις προσκρούων καὶ βόθροις ἐνολισθαίνωνChrys.M.63.724B
•de la tierra hundirse por causa de movimientos sísmicos
χώρα ... χάσμασιν ἐνώλισθε πολλοῖςPlu.Cim.16
•fig. c. dat. abstr.
δειναῖς τε καὶ ἀνηκέστοις ἐνολισθήσαντες συμφοραῖςabrumados por tremendas e insufribles calamidades Cyr.Al.M.71.200B.
2 deslizarse, discurrir
ἐν ὑγρῷ τε καὶ ἐπιπολαίῳ τῷ πηλῷ τοῦ τρόχου δι' εὐκολίας ἐνολισθαίνοντοςGr.Nyss.Ep.6.4, fig.
ἡ τῷ γλίσχρῳ τῆς ἁμαρτίας ἐνολισθήσασαGr.Nyss.Hom.in Cant.149.2.