< ἐνοινοφλύω
ἐνοίτιον >
ἐνοινοχοέω
escanciar vino
c. ac. int.
οἶνον ἐνοινοχοεῦντες
Od
.3.472 (f.l.), cf. Sch.
ad loc
., Eust.1477.21.