< ἐνοίκησις
ἐνοικητήν· >
ἐνοικήτειραι
,
-ῶν, αἱ
habitantes
,
moradoras
πό]ντου κυμαίνοντος ἐνοικήτειραι
de las Nereidas
ICr
.3.4.37.1 (heleníst.).