ἐνοικοδομέω
• Morfología: [tes. perf. part. plu. dat. ἐνοικοδομεικόντεσσι Schwyzer 614.45 (Falana II a.C.)]


arq.

1 construir o erigir una construcción sobre o dentro de otra κἀν τοῖς προθύροις ἐνοικοδομήσοι πᾶς ἀνὴρ αὑτῷ δικαστηρίδιον Ar.V.802, πύργους en la muralla, D.S.14.7, cf. 11.21, en v. pas. πλίνθοι ... ἐνικοδ[ομθσαν] hι τν ἄκατο[ν] καθλκον IG 13.386.159 (V a.C.), πυλίδα τινὰ ἐνῳκοδομημένην κακῶς ... διελόντες Th.6.51, cf. Polyaen.1.40.4, τῷ ἱερῷ καὶ ταῖς οἰκίαις ταῖς ἐνῳκοδομημέναις IG 22.2499.6 (IV a.C.), τὸ οἴκημα τὸ ἐνοικοδομημένον FD 1.358.9 (III a.C.), οὔτε ἐπάλξεων ἐνῳκοδομημένων almenas sobre las murallas, Paus.4.20.7, ἀπὸ τῶν ἐνῳκοδομημένων ἰκρίων Ph.Mech.80.36, πύλαι δὲ ἐνοικοδομοῦνται ... καθ' ἕκαστον τοῦ περιβόλου κλίμα I.BI 3.81
empotrar, incrustar en una construcción, en v. pas. ἐν τοῖς τοίχοις ἐνοικοδομεῖσθαι τὰ κρανία τῶν ἐλεφάντων D.Chr.79.4, πρόσωπόν ἐστίν οἱ μόνον ἐνῳκοδομημένον τοίχῳ Paus.1.2.5, cf. Hsch.s.u. ἐνκατελέγησαν
fig. en v. med. fabricarse uno para sí στιβάδας ἐνῳκοδόμητο Luc.VH 1.33.

2 gener. construir, edificar en ciu. o lugares naturales ἐχρῶντο δὲ αὐτῇ (νήσῳ) πύργον ἐνοικοδομήσαντες Th.3.51, τὸ ἐν τῇ Λακωνικῇ τείχισμα ἐκλιπόντες ὃ ἐνῳκοδόμησαν Th.8.4, φρούριον Plb.3.22.13, τὰ δικαστήρια Plu.Tim.22, en v. pas. τὸ ἐν τῇ Μιλήτῳ ἐνῳκοδομημένον ... φρούριον Th.8.84, ὁρᾶτε ... τὸ πεδίον ... καὶ κεραμεῖα ἐνῳκοδομημένα Aeschin.3.119, εἴ τι ἐν ταύτῃ τῇ χώρᾳ ... ἐνῳκοδομημένον ἐστί si en esta tierra se ha edificado algo, ICr.3.4.10.95 (II a.C.)
tb. en v. med. τεῖχος ἐνοικοδομήσασθαι construirse una muralla, fortificarse Th.3.85
erigir, levantar en v. pas. στήλη ... πρὸς τοῖς δεδηλωμένοις τόποις ἐνοικοδομηθησομένη IFayoum 116.33 (I a.C.).

3 tapiar, bloquear, cegar con una construcción τὸ μέγα θύρωμα CID 2.62.21 (IV a.C.), τὴν θύραν ID 199A.49, cf. 316.111 (ambas III a.C.), τὰς θύρας τῶν οἰκιῶν PPetr.2.12.1.12 (III a.C.), τὴν εἴσοδον D.S.11.45, Apollod.2.5.1, τὴν θυρίδα δὲ ἀφανίσαι τὰ μὲν αὐτῆς λίθῳ ἐνοικοδομήσαντα en una tumba, Arr.An.6.29.10, en v. pas. τῆς ἐνῳκοδομημένης φάραγγος ἤγγισεν D.S.3.37, θυρώμασιν ... ἃ μὲν ἐνοικοδόμηται, ἃ δὲ ἄθυρά ἐστιν SEG 18.343.12 (Tasos I a./d.C.).