ἐνοιδέω
1 intr. hincharse
οἱ μαστοίAntyll. en Orib.7.16.6,
ὑφ' ὧν (τῶν πνευμάτων) ἐμβαλόντων ἐνοιδεῖν τὴν Ἀτλαντικὴν θάλασσανGal.19.299.
2 tr. hinchar, hacer hincharse
τὰ περὶ τὸν τόπον εὐθύτρητα ὄνταOrus Orth.7, fig.
τὰ δ' ἐρωτικὰ δήγματα ... ἐνοιδεῖ τὰ ἐντὸς σπαράγματαPlu.Fr.137.