< ἐννέχυρον
ἐννέωρος >
ἐννέω
zambullirse
,
meterse a nado
ὥσπερ ἐν κολυμβήθρᾳ ... ἐννέων τε καὶ ἀνακλύζων ἐμαυτὸν πάντη
Aristid.
Or
.48.21.