< ἐννοσσεύω
ἐννότιος >
ἐννοσσοποιέομαι
hacerse el nido
τὰ δε (πετεινά) κατὰ κορυφὰς ὀρέων ... ἐννοσοποιησάμενα
LXX 4
Ma
.14.16.