ἐννοητός, -ον
mental, que es producto de un proceso intelectual
τὰ ὥσπερ ἐννοητά τινα ὄντ[α op. τὸ αἰσ[θ]η[τι]κ[ῶ]ς [δυ]νάμενον ὑπάρξαιDidym.in Eccl.239.17.
τὰ ὥσπερ ἐννοητά τινα ὄντ[α op. τὸ αἰσ[θ]η[τι]κ[ῶ]ς [δυ]νάμενον ὑπάρξαιDidym.in Eccl.239.17.