ἐννεάχῑλος, -ον
1 plu. nueve mil
ὅσσον τ' ἐννεάχιλοι ἐπίαχον ἢ δεκάχιλοι ἀνέρεςIl.5.860, cf. 14.148, Luc.Philopatr.6.
2 sg. de nueve mil hombres
κτύποςNonn.D.8.45, 32.176,
στρατόςNonn.D.17.227,
ἑσμόςNonn.D.29.294.
ὅσσον τ' ἐννεάχιλοι ἐπίαχον ἢ δεκάχιλοι ἀνέρεςIl.5.860, cf. 14.148, Luc.Philopatr.6.
κτύποςNonn.D.8.45, 32.176,
στρατόςNonn.D.17.227,
ἑσμόςNonn.D.29.294.