< ἐννεάνυχες
ἐννεαόργυιος >
ἐννεάνυχος
,
-ον
• Alolema(s):
ἐννά-
Hdn.Gr.2.501,
EM
302.5G.
que dura nueve noches
ῥᾳστώνη
Eust.1140.43, cf. Hdn.Gr.l.c.,
EM
l.c.