< ἐννεάμυκλος
ἐννεάνυχες >
ἐννεάνυκτος
,
-ον
de nueve noches
παρεκτείνει ὁ μῦθος τὴν νύκτα ... εἰς ἐννεάνυκτον (μῆκος)
Eust.1946.57.