ἐννεάζω
1 pasar la juventud en, ser joven c. dat.
μεγέθει δὲ σώματος, ἐννεάσαι μὲν, ἐλευθέριον ... ἐστίνser joven teniendo buena estatura es noble Hp.Aph.2.54,
τῇ τῶν πραγμάτων ἀκριβεστέρᾳ καταλήψειPh.1.622,
(βασιλέως) ὅπλοις ἐννεάζοντοςSynes.Regn.13,
τῇ κατὰ φιλοσοφίαν σχολῇSynes.Ep.11, cf. Agath.4.25.5.
2 florecer
(ῥόδον) ἐννεάσαν τῷ ἦριPhilostr.Ep.51, fig.
οἷς ὁ κατὰ τὸν παλαίτατον Κρόνον μακάριος βίος ἐννεάζειEust.1257.33.