ἐννεοσσεύω
• Alolema(s): át. -ττεύω; ἐννοσσεύω LXX Ie.22.23, Gp.5.48.1
1 intr. encobar, anidar en
γλαῦκες ... ἔν τε τοῖς βαλλαντίοις ἐννεοττεύσουσιAr.Au.1108 (uso cóm.),
σκώληκες ἐννοσσεύοντεςGp.l.c.,
ὄρνειςSch.Pi.N.4.79
•fig. de pers. afincarse
ἐννεοττεύοντες ἐν τῇ πόλειPl.Lg.949c,
ἐν ταῖς κέδροιςLXX l.c., como falsa etim. de νόσημα:
καὶ γὰρ νοσήματα εἴρηται ἀπὸ τοῦ ἐννενεοσσευκέναι περὶ τὰ σώματαAnon.Lond.3.22
•en v. med. mismo sent.
ὀρνέων τε πλῆθος παντοδαπῶν ἐννεοττεύεταιD.S.5.43, fig., c. suj. abstr.
αἱ ἐπιθυμίαι ... ἐννενεοττευμέναιlos deseos que anidan (en su alma), Pl.R.573e.
2 tr., c. ac. abstr. empollar, incubar fig.
εἰ παρὰ σοὶ ἐννεοττεύσας ἔρωτα ὑπόπτερονPl.Alc.1.135e,
παιδείαν ... ψυχαῖς δὲ ἐρωτικαῖς ... ἐννεοττεύουσιThem.Or.24.307d.