ἐννεαπλάσιος, -α, -ον
• Alolema(s): ἐννα- Euc.13.18, Hero Metr.1.22, Papp.456, Procl.in Ti.2.222.7
gener. c. gen. de compar. nueve veces más o mayor que, de donde muchas veces mayor que
(φησι) ἀμβροσίαν τοῦ μέλιτος ... ἐννεαπλασίαν ἔχειν γλυκύτηταIbyc.44.2
•mat., geom. nueve veces mayor que
ἐ. ἄρα τὸ (τρίγωνον) ἀπὸ τῆς ΒΓ τοῦ ἀπὸ τῆς ΓΔEuc.l.c., cf. Hero l.c.,
ἐ. <ἂν> εἴη ὁ μείζων ἀριθμὸς τοῦ ἐλάττονοςGal.Ins.Log.16.3,
τὰ γὰρ μήκει τριπλάσια δυνάμει ἐνναπλάσιαPapp.l.c., Theol.Ar.4,
μοῖραProcl.l.c.