< ἐνναέτης
1 ἐνναέτις >
ἐνναετία
,
-ας, ἡ
período de nueve años
παρῴκησα ἐγὼ ἐνναετίαν
Pall.
H.Laus
.18.1, cf.
EM
343.28, 35G., Sch.
Il
.1.1.