< ἐνιμίσγω
ἐνίοκα >
ἐνιοβολέω
inyectar su veneno en
c. dat.
τῇσι βοτάνῃσιν πολλὰ τῶν ἑρπετῶν ἐνιοβόλησε
Hp.
Ep
.16.